- μεσόχθων
- μεσό-χθων, ονος, ὁ, ἡ,A midland, in the interior, D.H.1.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσόχθων — μεσόχθων, ονος, ό και ἡ (Α) αυτός που βρίσκεται στα μεσόγεια, ο μεσόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό χθων, ετερό χθων)] … Dictionary of Greek
μεσόχθονι — μεσόχθων midland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόχθονος — μεσόχθων midland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek